Το τελευταίο διάστημα φαίνεται να συμβαίνουν πολλά. Ή ίσως και όχι, δεν ξέρω.
Ο τρομοκρατημένος Θύμιος Μπουγάς κρυβόταν σχεδόν δύο μήνες από τους Πυργιώτες τραμπούκους του. Οι δολοφόνοι του Ζακ Κωστόπουλου, ο Κορκονέας κι ο Φιλιππίδης βγαίνουν από τη φυλακή. Οι γυναικοκτονίες στην Ελλάδα συνεχίζονται και ο υποβόσκων χρυσαυγιτισμός της ελληνικής κοινωνίας μετατρέπεται σιγά σιγά σε ένα νέο υπερσυντηρητικό κίνημα που έχει ως στόχο την κοινωνική και ηθική οπισθοδρόμηση.
![]() |
Κάπου στο Γυμνάσιο της Λυκόβρυσης το 2008 |
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που βίωσα κι εγώ τον τραμπουκισμό στη ζωή μου. Τον βίωσα σωματικά, ψυχολογικά και ιδεολογικά. Τον βίωσα ως θεατής και τον βίωσα κι ως θύτης.
Στα 12 μου είχα την τύχη να πάω στο τοπικό δημόσιο γυμνάσιο της Λυκόβρυσης. Η επιλογή ήταν δική μου, μιας και ήθελα να γνωρίσω νέους ανθρώπους και να κοινωνικοποιηθώ περαιτέρω. Οι πρώτες μέρες της 1ης Γυμνασίου ήταν όμορφες και σχετικά χαλαρές. Όντας νέος μαθητής σ' ένα τελείως καινούριο περιβάλλον, προσπαθούσα με κάθε δυνατό τρόπο να γίνω αρεστός. Οι μέρες γενικά κυλούσαν σχετικά ήρεμα, χωρίς εντάσεις και χωρίς προστριβές με τους συμμαθητές μου.
Το πρώτο περιστατικό τραμπουκισμού συνέβη κάπως αναπάντεχα στον μονοήμερη εκδρομή που είχαμε πάει με το σχολείο στο Ξυλόκαστρο. Στα μέσα περίπου της εκδρομής, εγώ και οι λιγοστοί μου φίλοι είχαμε πάει να φάμε σε ένα περιθωριακό σουβλατζιδικό της πόλης. Εκεί χωρίς να το έχουμε καταλάβει καθόταν και μία άλλη παρέα από το σχολείο μας, με την οποία είχαμε ελάχιστες έως και ανύπαρκτες σχέσεις μέχρι τότε. Την ώρα που βρισκόμουν στο ταμείο για να παραγγείλω, ο Α. με προσέγγισε από πίσω και μου κατέβασε το παντελόνι, φωνάζοντας δημοσίως πως ήμουν «πουστάρα». Εγώ αντιδρώντας σχετικά άμεσα προσπάθησα να του απευθύνω τον λόγο κι εκείνος αντέδρασε βίαια, χτυπώντας με και ρίχνοντάς με κάτω. Έκλαψα από την ντροπή και από τον πόνο. Ελάχιστοι από τους συμμαθητές μου με στήριξαν εκείνη τη στιγμή και για καλή μου τύχη, η αδερφή ήταν λίγα μέτρα πιο πέρα, οπότε έτρεξα προς αυτήν μήπως και γλίτωνα από αυτήν την ξαφνική κόλαση που βίωνα.
Ο Α. δεν τιμωρήθηκε. Παρότι η μάνα μου είχε ενημερωθεί αμέσως για το περιστατικό, ο Διευθυντής και η Υποδιεθύντρια παρουσίαζαν τον βίαιο εξετευλισμό μου ως «παιχνίδι».
Το επόμενο περιστατικό τραμπουκισμού που βίωσα ήταν στις αρχές της 2ας Γυμνασίου. Γύρω στον Οκτώβρη του 2008, ενώ έπαιζα βόλεϊ με τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριές μου, με προσέγγισε επιθετικά ο Ν., βρίζοντάς με και αποκαλώντας με...«πουστάρα». Προφανώς φοβήθηκα και για αυτόν τον λόγο προσπάθησα να αποφύγω την οποιαδήποτε συμπλοκή. Ο ίδιος όμως στο διάλειμμα που ακολούθησε αποφάσισε να μου επιτεθεί ξανά, κι αυτή τη φορά όχι μόνο φραστικά αλλά και σωματικά. Μαζί με την παρέα του με περικύκλωσαν κι ενώ δεν είχα καμία διάθεση να εμπλακώ σε καβγά, με κλότσησε με απίστευτη δύναμη στο δεξιό μου καλάμι. Έβαλα τα κλάματα. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να τηλεφωνήσω κατευθείαν στους γονείς μου, οι οποίοι παράτησαν τις δουλειές τους και ήρθαν στο σχολείο. Ο Ν. έφαγε 3 μέρες αποβολή, επισημαίνοντας έξω από το γραφείο του Διευθυντή ότι «εμείς οι δύο δεν τελειώσαμε πουστάρα». Και πράγματι δεν είχαμε τελειώσει. 1-2 βδομάδες αργότερα, κι ενώ εγώ απέφευγα στα διαλείμματα να κατεβαίνω στο προαύλιο, ο Ν. με βρήκε να κάθομαι μέσα στην τάξη μου μαζί με μερικούς φίλους. Γνωρίζοντας βαθιά μέσα μου πως αυτή η στιγμή αναπόφευκτα θα ερχόταν αργά ή γρήγορα, είχα προνοήσει να έχω κάτω από το θρανίο μου μία ζώνη με μεταλλικά καρφιά. Βλέποντάς με μέσα στην αίθουσα, ο Ν. όρμηξε κυριολεκτικά κατά πάνω μου και για καλή μου τύχη εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι κι άρχισαν να μπαίνουν μέσα οι συμμαθητές και οι συμμαθήτριές μου. Στο διάλειμμα ξαναπήρα τηλέφωνο τους γονείς μου, οι οποίοι ήρθαν αμέσως στο σχολείο και ο Ν. έφαγε εκ νέου 3ήμερη αποβολή.
Εκ των υστέρων ο Ν. ήταν από τα λίγα άτομα που κατάφερα να συγχωρέσω. Ο πατέρας του ήταν συνέχεια απών από το σπίτι (δούλευε στις νταλίκες και λίγους μήνες αργότερα πέθανε από ανακοπή καρδιάς), ενώ η μητέρα του δούλευε κι εκείνη διαρκώς για να φροντίσει τα 3 ή 4 παιδιά της. Αν και μικρός κατανόησα πως το παιδί αυτό είχε πολλά προβλήματα. Ήταν ένα παιδί που μεγάλωσε με δύο γονείς απόντες και στα όρια της φτώχειας. Του έστειλα συλλυπητήρια για τον πατέρα του, ενώ λίγο καιρό αργότερα παίζαμε μακριά γαϊδούρα σαν να μην είχε συμβεί ποτέ τίποτα μεταξύ μας.
Αυτό ουσιαστικά ήταν το τελευταίο ακραίο περιστατικό βίας που βίωσα στη 2α Γυμνασίου. Προφανώς συνέβαιναν κι άλλα πράγματα. Η φραστική βία δεν είχε τελειώσει. Οι βρισιές «πουστάρα» «γκέι» «αδερφή» ακουγόντουσαν πιο συχνά στο σχολείο απ' ό,τι το ίδιο μου το όνομα. Στα διαλείμματα η παρέα του Α. (εκείνου που μου είχε κατεβάσει το παντελόνι), μου πέταγαν διαρκώς χαλίκια και πέτρες.
Για καλή μου τύχη, η πλειονότητα των συγκεκριμένων ατόμων έφυγε τον επόμενο χρόνο από το σχολείο, καθότι ήταν 1-2 χρόνια μεγαλύτεροί μου. Οι λίγοι που έμειναν πίσω όμως, συνέχισαν να με τραμπουκίζουν φραστικά, δίχως όμως να απειλούν άμεσα τη σωματική μου ακεραιότητα. Αξίζει εδώ να σημειωθεί, πως εκείνη την περίοδο (2009-2010) αρχίζει η νεοναζιστική εγκληματική οργάνωση «Χρυσή Αυγή» να αποκτάει ερείσματα -κυρίως μέσω των γηπέδων- σε διάφορες λουμπενοποιημένες και περιθωριακές ομάδες της κοινωνίας. Η παρέα του Α. φαίνεται πως σχετιζόταν με τη Γαλάζια Στρατιά, η οποία ήταν ουσιαστικά το οπαδικό τμήμα της Χρυσής Αυγής. Κατά το σχολικό έτος 2009-2010, έλαβαν χώρα στο σχολείο μου δύο ακραία βίαιες ρατσιστικές επιθέσεις σε Αλβανούς συμμαθητές μου. Η πρώτη επίθεση έγινε από τον Δ. (οργανωμένο στη Χρυσή Αυγή όταν ήταν ακόμα στη μόδα) εις βάρος του Μέλντι. Ο Μέλντι, αν και δεν ήταν ιδιαίτερα καλός μαθητής, ήταν ένα ήρεμο και γλυκύτατο παιδί, το οποίο ποτέ δεν προκαλούσε και δεν έδινε δικαιώματα σε κανέναν. Ο Δ. όμως τον είχε στοχοποιήσει εξαιτίας της καταγωγής του. Έτσι μία μέρα ο Δ. (ο οποίος τότε ήταν 15-16 χρονών) επιτέθηκε δίχως κανέναν απολύτως λόγο στον Μέλντι και του άνοιξε το κεφάλι. Ο Μέλντι ημιλυπόθυμος έβλεπε τις κόκκινες σταγονίτσες αίματος να πιτσιλάνε τα παγωμένα πλακάκια του σχολείου. Οι καθηγητές ανύπαρκτοι. Άλλο ένα περιστατικό «εφηβικού παιχνιδιού».
Εκείνη την ημέρα ήμουν απλά ένας θεατής. Φοβήθηκα, αλλά δεν νοιάστηκα κιόλας. Εξ άλλου χτύπησαν έναν Αλβανό. Έναν παράνομο μετανάστη. Τι κι αν ήταν καλό παιδί; Με ρώτησε για να μπει στη χώρα μου; Όχι. Συνεπώς καλά να πάθει.
Αλλά η βία δεν σταμάτησε εκεί. Μερικούς μήνες αργότερα ο Κ. Π. και ο Μ. Κ. (μέλη της ίδιας παρέας και φίλοι του Δ.), στοχοποίησαν έναν άλλον Αλβανό συμμαθητή μας, ο οποίος μόλις είχε έρθει από ένα σχολείο της Μεταμόρφωσης. Δυστυχώς δεν θυμάμαι το όνομά του, οπότε ας μείνουμε απλά στο να τον αποκαλούμε «Ρ.». Μία μέρα λοιπόν, ο Κ. Π. και ο Μ. Κ. προσέγγισαν με ιδιαίτερα επιθετικές διαθέσεις τον «Ρ.», αυτοπαρουσιάζοντας τους εαυτούς τους ως τοπικούς βιτζιλάντε της ελληνικής γενετικής καθαρότητας. Και οι δύο ξεκίνησαν να χτυπάνε τον «Ρ.» με πολύ βίαιο τρόπο, στριμώχνοντάς τον σε μία γωνία. Τότε, παρά το γεγονός ότι ήμουν ακόμα ρατσιστής με τους Αλβανούς συνανθρώπους μας, έτρεξα να προστατέψω τον «Ρ.». Έκατσα μπροστά του σαν ασπίδα και του φώναζα να τρέξει. Εκείνος σαν τρομαγμένο πουλάκι που μόλις είχε πέσει από τη φωλιά του, είχε παγώσει και χρειάστηκε μερικά λεπτά για να καταλάβει πως πλέον ήταν λίγο πιο ασφαλής. Τόσο ο Κ. Π. όσο και ο Μ. Κ. με απείλησαν πως αν δεν φύγω από τη μέση θα με γαμήσουν στο ξύλο. Με αποκάλεσαν ξανά «πουστάρα» και «αδερφή» όπως συνήθιζαν, αλλά εγώ παρέμεινα ακίνητος στη θέση μου (παρότι έτρεμα από τον φόβο μου).
Αυτό το συμβάν αναζωπύρωσε το αναίτιο μίσος που είχαν αυτά τα άτομα απέναντί μου. Οι τραμπουκισμοί από εκεί που είχαν μειωθεί δραματικά, ξανάρχισαν εκ νέου. Έπρεπε κάπως να αποδείξω ότι δεν είμαι πλέον αδύναμος. Έπρεπε να γίνω κι εγώ τραμπούκος.
Σε ένα σχολείο όπου η βία είναι σχεδόν καθημερινό φαινόμενο, η κατάλληλη στιγμή δεν άργησε να έρθει. Μετά από μία άνευ ουσίας παρεξήγηση, επιτέθηκα σε έναν αρκετά αδύναμο συμμαθητή μου σε δημόσια θέα, έτσι ώστε να φανεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο η τοξικά βίαιη πράξη μου. Ο συμμαθητής μου δεν το συνέχισε, αλλά εγώ επέμεινα να τον χτυπάω. Τον χτύπησα άλλες δύο φορές και τον έκανα να κλάψει.
Επιτέλους, είχα γίνει κι εγώ ένας από αυτούς.
Λίγο καιρό αργότερα κι αφού είχα εξασκηθεί στην αναίτια βία είχε έρθει επιτέλους η πολυπόθητη στιγμή της αντιμετώπισης του χρυσαυγίτη τραμπούκου μου. Ήταν άνοιξη, 1-2 βδομάδες πριν τις διακοπές του Πάσχα, και επειδή οι γονείς μου δούλευαν μέχρι το απόγευμα, είχε έρθει η γιαγιά μου στο σχολείο για να πάρει τους βαθμούς του τετραμήνου. Καθώς γυρνούσαμε μαζί από το σχολείο, αποφάσισε να μου δώσει στο χέρι μερικά ψιλά για να αγοράσω κάτι από τον συνοικιακό φούρνο. Στην πορεία προς τον φούρνο, παρατηρώ ότι από πίσω μου βρισκόταν ο Κ. Π., ο οποίος μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων, σχολίασε ότι «περπατάω σαν πουστάρα». Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Γυρνώντας όμως από τον φούρνο, είδα ότι ο Κ. Π. καθόταν σχετικά ανέμελος σε μία στάση λεωφορείου. Εκεί στα πλαίσια του πειράγματος του είπα «καλά τσιμπούκια», κάτι που όμως τον εκνεύρισε ακόμα περισσότερο και έτσι ξεκίνησε αμέσως τις απειλές κατά της ζωής μου και της σωματικής μου ακεραιότητας. Δεν πέρασαν πάνω από 1-2 λεπτά, και συνειδητοποίησα πως ήμασταν τελείως μόνοι, οπότε του επιτέθηκα. Νομίζω πως τον χτύπησα πολύ άσχημα στο κεφάλι και θυμάμαι να με παρακαλάει να τον αφήσω. Ήταν η τελευταία φορά που συμμετείχα σε κάποιον καβγά.
Δυστυχώς οι επόμενες μέρες ήταν ένας εφιάλτης. Ο Κ. Π. βρήκε από μία «αθώα» συμμαθήτριά μου (τη Χ.) τον αριθμό μου και φυσικά μέσω απόκρυψης με απειλούσε πως θα με σκοτώσει. Προφανώς όταν πήγα ξανά στο σχολείο, κάλεσα εκ νέου τους γονείς μου για να με υπερασπιστούν. Μπαίνοντας στο γραφείο του Διευθυντή, είδα πως καθόταν εκεί ήδη μία μητέρα, η οποία έλεγε ότι ο γιος της ουρεί αίμα επειδή είχε δεχτεί από τους Κ. Π. και Μ. Κ. μπουνιά στα νεφρά. Άλλο ένα «εφηβικό παιχνίδι» για το οποίο δεν τιμωρήθηκε κανείς. Για καλή του τύχη το παιδί (ο Ν. Κ.) που είχε δεχτεί αυτήν την επίθεση, στο Λύκειο μπήκε στην παρέα που τόσα χρόνια τον κακομεταχειριζόταν και έγινε εν τέλει ένας από αυτούς.
Όσον αφορά το δικό μου περιστατικό, ο Διευθυντής για άλλη μια φορά δεν έκανε απολύτως τίποτα. Για αυτόν τον λόγο, ο Κ. Π. επί 1 βδομάδα έστηνε καρτέρι με τη χρυσαυγίτικη συμμορία του στο σχολείο, με σκοπό να με χτυπήσουν. Κάθε φορά έπρεπε να είμαι εφευρετικός και να βρίσκω διαφορετικούς τρόπους να αποχωρώ από το σχολείο. Τη μία μέρα ερχόταν η γιαγιά μου στο σχολείο για να με πάρει. Την άλλη παρακαλούσα μία καθηγήτριά μου να με γυρίσει σπίτι με το αμάξι της. Ο εφιάλτης τελείωσε κατά τη διάρκεια μίας εκδήλωσης που είχαμε. Ο Κ. Π. μαζί με τη συμμορία του ήταν πεπεισμένοι πως εκείνη την ημέρα θα έπαιρναν την εκδίκησή τους. Στην εκδήλωση είχε έρθει κι η αδερφή μου με απώτερο σκοπό να αποθαρρύνει τους τραμπούκους μου, κάτι που δυστυχώς δεν έγινε. Ο λόγος που εκείνη την ημέρα δεν πήγα στο νοσοκομείο με σπασμένα κόκκαλα ήταν επειδή κάποια παιδιά που συνδεόμουν μαζί τους με κοινή καταγωγή από την Ήπειρο, επενέβησαν και απέτρεψαν τον Κ. Π. από το να βιαιοπραγήσει εις βάρος μου.
Παρότι την επόμενη χρονιά πήγα σε διαφορετικό Λύκειο μακριά από τη Λυκόβρυση, έκανα τουλάχιστον 1-2 χρόνια για να νιώσω πραγματικά ασφαλής. Θυμάμαι ότι έβγαινα στο Μαρούσι μόνο με μεγάλες παρέες και πως όταν καθόμουν κάπου, κοιτούσα συνέχεια αριστερά και δεξιά για να δω αν κάθεται κοντά μου κάποιος τραμπούκος από το πρώην σχολείο μου.
Ξέρω από πρώτο χέρι πως η παρέα του Κ. Π, του Α. και του Δ. ήταν οργανωμένοι χρυσαυγίτες την περίοδο 2010-15. Τώρα που δεν είναι πλέον της μόδας φαίνεται πως έχουν απομακρυνθεί, χωρίς να είμαι κι απόλυτα σίγουρος για αυτό.
Οι πληροφορίες που έδωσα είναι πολλές και αρκετά σκληρές.
Υπό αυτές όμως τις ακραία βίαιες συνθήκες πέρασα τα πρώτα χρόνια της εφηβείας μου.
Φαντάζομαι κι άλλοι. Ή ίσως και όχι, δεν ξέρω.