Μεγαλώνοντας σε ένα χρυσαυγίτικο σχολείο

Το τελευταίο διάστημα φαίνεται να συμβαίνουν πολλά. Ή ίσως και όχι, δεν ξέρω.

Ο τρομοκρατημένος Θύμιος Μπουγάς κρυβόταν σχεδόν δύο μήνες από τους Πυργιώτες τραμπούκους του. Οι δολοφόνοι του Ζακ Κωστόπουλου, ο Κορκονέας κι ο Φιλιππίδης βγαίνουν από τη φυλακή. Οι γυναικοκτονίες στην Ελλάδα συνεχίζονται και ο υποβόσκων χρυσαυγιτισμός της ελληνικής κοινωνίας μετατρέπεται σιγά σιγά σε ένα νέο υπερσυντηρητικό κίνημα που έχει ως στόχο την κοινωνική και ηθική οπισθοδρόμηση.

Κάπου στο Γυμνάσιο της Λυκόβρυσης το 2008

Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που βίωσα κι εγώ τον τραμπουκισμό στη ζωή μου. Τον βίωσα σωματικά, ψυχολογικά και ιδεολογικά. Τον βίωσα ως θεατής και τον βίωσα κι ως θύτης.

Στα 12 μου είχα την τύχη να πάω στο τοπικό δημόσιο γυμνάσιο της Λυκόβρυσης. Η επιλογή ήταν δική μου, μιας και ήθελα να γνωρίσω νέους ανθρώπους και να κοινωνικοποιηθώ περαιτέρω. Οι πρώτες μέρες της 1ης Γυμνασίου ήταν όμορφες και σχετικά χαλαρές. Όντας νέος μαθητής σ' ένα τελείως καινούριο περιβάλλον, προσπαθούσα με κάθε δυνατό τρόπο να γίνω αρεστός. Οι μέρες γενικά κυλούσαν σχετικά ήρεμα, χωρίς εντάσεις και χωρίς προστριβές με τους συμμαθητές μου.

Το πρώτο περιστατικό τραμπουκισμού συνέβη κάπως αναπάντεχα στον μονοήμερη εκδρομή που είχαμε πάει με το σχολείο στο Ξυλόκαστρο. Στα μέσα περίπου της εκδρομής, εγώ και οι λιγοστοί μου φίλοι είχαμε πάει να φάμε σε ένα περιθωριακό σουβλατζιδικό της πόλης. Εκεί χωρίς να το έχουμε καταλάβει καθόταν και μία άλλη παρέα από το σχολείο μας, με την οποία είχαμε ελάχιστες έως και ανύπαρκτες σχέσεις μέχρι τότε. Την ώρα που βρισκόμουν στο ταμείο για να παραγγείλω, ο Α. με προσέγγισε από πίσω και μου κατέβασε το παντελόνι, φωνάζοντας δημοσίως πως ήμουν «πουστάρα». Εγώ αντιδρώντας σχετικά άμεσα προσπάθησα να του απευθύνω τον λόγο κι εκείνος αντέδρασε βίαια, χτυπώντας με και ρίχνοντάς με κάτω. Έκλαψα από την ντροπή και από τον πόνο. Ελάχιστοι από τους συμμαθητές μου με στήριξαν εκείνη τη στιγμή και για καλή μου τύχη, η αδερφή ήταν λίγα μέτρα πιο πέρα, οπότε έτρεξα προς αυτήν μήπως και γλίτωνα από αυτήν την ξαφνική κόλαση που βίωνα.

Ο Α. δεν τιμωρήθηκε. Παρότι η μάνα μου είχε ενημερωθεί αμέσως για το περιστατικό, ο Διευθυντής και η Υποδιεθύντρια παρουσίαζαν τον βίαιο εξετευλισμό μου ως «παιχνίδι».

Το επόμενο περιστατικό τραμπουκισμού που βίωσα ήταν στις αρχές της 2ας Γυμνασίου. Γύρω στον Οκτώβρη του 2008, ενώ έπαιζα βόλεϊ με τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριές μου, με προσέγγισε επιθετικά ο Ν., βρίζοντάς με και αποκαλώντας με...«πουστάρα». Προφανώς φοβήθηκα και για αυτόν τον λόγο προσπάθησα να αποφύγω την οποιαδήποτε συμπλοκή. Ο ίδιος όμως στο διάλειμμα που ακολούθησε αποφάσισε να μου επιτεθεί ξανά, κι αυτή τη φορά όχι μόνο φραστικά αλλά και σωματικά. Μαζί με την παρέα του με περικύκλωσαν κι ενώ δεν είχα καμία διάθεση να εμπλακώ σε καβγά, με κλότσησε με απίστευτη δύναμη στο δεξιό μου καλάμι. Έβαλα τα κλάματα. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να τηλεφωνήσω κατευθείαν στους γονείς μου, οι οποίοι παράτησαν τις δουλειές τους και ήρθαν στο σχολείο. Ο Ν. έφαγε 3 μέρες αποβολή, επισημαίνοντας έξω από το γραφείο του Διευθυντή ότι «εμείς οι δύο δεν τελειώσαμε πουστάρα». Και πράγματι δεν είχαμε τελειώσει. 1-2 βδομάδες αργότερα, κι ενώ εγώ απέφευγα στα διαλείμματα να κατεβαίνω στο προαύλιο, ο Ν. με βρήκε να κάθομαι μέσα στην τάξη μου μαζί με μερικούς φίλους. Γνωρίζοντας βαθιά μέσα μου πως αυτή η στιγμή αναπόφευκτα θα ερχόταν αργά ή γρήγορα, είχα προνοήσει να έχω κάτω από το θρανίο μου μία ζώνη με μεταλλικά καρφιά. Βλέποντάς με μέσα στην αίθουσα, ο Ν. όρμηξε κυριολεκτικά κατά πάνω μου και για καλή μου τύχη εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι κι άρχισαν να μπαίνουν μέσα οι συμμαθητές και οι συμμαθήτριές μου. Στο διάλειμμα ξαναπήρα τηλέφωνο τους γονείς μου, οι οποίοι ήρθαν αμέσως στο σχολείο και ο Ν. έφαγε εκ νέου 3ήμερη αποβολή. 

Εκ των υστέρων ο Ν. ήταν από τα λίγα άτομα που κατάφερα να συγχωρέσω. Ο πατέρας του ήταν συνέχεια απών από το σπίτι (δούλευε στις νταλίκες και λίγους μήνες αργότερα πέθανε από ανακοπή καρδιάς), ενώ η μητέρα του δούλευε κι εκείνη διαρκώς για να φροντίσει τα 3 ή 4 παιδιά της. Αν και μικρός κατανόησα πως το παιδί αυτό είχε πολλά προβλήματα. Ήταν ένα παιδί που μεγάλωσε με δύο γονείς απόντες και στα όρια της φτώχειας. Του έστειλα συλλυπητήρια για τον πατέρα του, ενώ λίγο καιρό αργότερα παίζαμε μακριά γαϊδούρα σαν να μην είχε συμβεί ποτέ τίποτα μεταξύ μας.

Αυτό ουσιαστικά ήταν το τελευταίο ακραίο περιστατικό βίας που βίωσα στη 2α Γυμνασίου. Προφανώς συνέβαιναν κι άλλα πράγματα. Η φραστική βία δεν είχε τελειώσει. Οι βρισιές «πουστάρα» «γκέι» «αδερφή» ακουγόντουσαν πιο συχνά στο σχολείο απ' ό,τι το ίδιο μου το όνομα. Στα διαλείμματα η παρέα του Α. (εκείνου που μου είχε κατεβάσει το παντελόνι), μου πέταγαν διαρκώς χαλίκια και πέτρες.

Για καλή μου τύχη, η πλειονότητα των συγκεκριμένων ατόμων έφυγε τον επόμενο χρόνο από το σχολείο, καθότι ήταν 1-2 χρόνια μεγαλύτεροί μου. Οι λίγοι που έμειναν πίσω όμως, συνέχισαν να με τραμπουκίζουν φραστικά, δίχως όμως να απειλούν άμεσα τη σωματική μου ακεραιότητα. Αξίζει εδώ να σημειωθεί, πως εκείνη την περίοδο (2009-2010) αρχίζει η νεοναζιστική εγκληματική οργάνωση «Χρυσή Αυγή» να αποκτάει ερείσματα -κυρίως μέσω των γηπέδων- σε διάφορες λουμπενοποιημένες και περιθωριακές ομάδες της κοινωνίας. Η παρέα του Α. φαίνεται πως σχετιζόταν με τη Γαλάζια Στρατιά, η οποία ήταν ουσιαστικά το οπαδικό τμήμα της Χρυσής Αυγής. Κατά το σχολικό έτος 2009-2010, έλαβαν χώρα στο σχολείο μου δύο ακραία βίαιες ρατσιστικές επιθέσεις σε Αλβανούς συμμαθητές μου. Η πρώτη επίθεση έγινε από τον Δ. (οργανωμένο στη Χρυσή Αυγή όταν ήταν ακόμα στη μόδα) εις βάρος του Μέλντι. Ο Μέλντι, αν και δεν ήταν ιδιαίτερα καλός μαθητής, ήταν ένα ήρεμο και γλυκύτατο παιδί, το οποίο ποτέ δεν προκαλούσε και δεν έδινε δικαιώματα σε κανέναν. Ο Δ. όμως τον είχε στοχοποιήσει εξαιτίας της καταγωγής του. Έτσι μία μέρα ο Δ. (ο οποίος τότε ήταν 15-16 χρονών) επιτέθηκε δίχως κανέναν απολύτως λόγο στον Μέλντι και του άνοιξε το κεφάλι. Ο Μέλντι ημιλυπόθυμος έβλεπε τις κόκκινες σταγονίτσες αίματος να πιτσιλάνε τα παγωμένα πλακάκια του σχολείου. Οι καθηγητές ανύπαρκτοι. Άλλο ένα περιστατικό «εφηβικού παιχνιδιού».

Εκείνη την ημέρα ήμουν απλά ένας θεατής. Φοβήθηκα, αλλά δεν νοιάστηκα κιόλας. Εξ άλλου χτύπησαν έναν Αλβανό. Έναν παράνομο μετανάστη. Τι κι αν ήταν καλό παιδί; Με ρώτησε για να μπει στη χώρα μου; Όχι. Συνεπώς καλά να πάθει.

Αλλά η βία δεν σταμάτησε εκεί. Μερικούς μήνες αργότερα ο Κ. Π. και ο Μ. Κ. (μέλη της ίδιας παρέας και φίλοι του Δ.), στοχοποίησαν έναν άλλον Αλβανό συμμαθητή μας, ο οποίος μόλις είχε έρθει από ένα σχολείο της Μεταμόρφωσης. Δυστυχώς δεν θυμάμαι το όνομά του, οπότε ας μείνουμε απλά στο να τον αποκαλούμε «Ρ.». Μία μέρα λοιπόν, ο Κ. Π. και ο Μ. Κ. προσέγγισαν με ιδιαίτερα επιθετικές διαθέσεις τον «Ρ.», αυτοπαρουσιάζοντας τους εαυτούς τους ως τοπικούς βιτζιλάντε της ελληνικής γενετικής καθαρότητας. Και οι δύο ξεκίνησαν να χτυπάνε τον «Ρ.» με πολύ βίαιο τρόπο, στριμώχνοντάς τον σε μία γωνία. Τότε, παρά το γεγονός ότι ήμουν ακόμα ρατσιστής με τους Αλβανούς συνανθρώπους μας, έτρεξα να προστατέψω τον «Ρ.». Έκατσα μπροστά του σαν ασπίδα και του φώναζα να τρέξει. Εκείνος σαν τρομαγμένο πουλάκι που μόλις είχε πέσει από τη φωλιά του, είχε παγώσει και χρειάστηκε μερικά λεπτά για να καταλάβει πως πλέον ήταν λίγο πιο ασφαλής. Τόσο ο Κ. Π. όσο και ο Μ. Κ. με απείλησαν πως αν δεν φύγω από τη μέση θα με γαμήσουν στο ξύλο. Με αποκάλεσαν ξανά «πουστάρα» και «αδερφή» όπως συνήθιζαν, αλλά εγώ παρέμεινα ακίνητος στη θέση μου (παρότι έτρεμα από τον φόβο μου).

Αυτό το συμβάν αναζωπύρωσε το αναίτιο μίσος που είχαν αυτά τα άτομα απέναντί μου. Οι τραμπουκισμοί από εκεί που είχαν μειωθεί δραματικά, ξανάρχισαν εκ νέου. Έπρεπε κάπως να αποδείξω ότι δεν είμαι πλέον αδύναμος. Έπρεπε να γίνω κι εγώ τραμπούκος.

Σε ένα σχολείο όπου η βία είναι σχεδόν καθημερινό φαινόμενο, η κατάλληλη στιγμή δεν άργησε να έρθει. Μετά από μία άνευ ουσίας παρεξήγηση, επιτέθηκα σε έναν αρκετά αδύναμο συμμαθητή μου σε δημόσια θέα, έτσι ώστε να φανεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο η τοξικά βίαιη πράξη μου. Ο συμμαθητής μου δεν το συνέχισε, αλλά εγώ επέμεινα να τον χτυπάω. Τον χτύπησα άλλες δύο φορές και τον έκανα να κλάψει.

Επιτέλους, είχα γίνει κι εγώ ένας από αυτούς.

Λίγο καιρό αργότερα κι αφού είχα εξασκηθεί στην αναίτια βία είχε έρθει επιτέλους η πολυπόθητη στιγμή της αντιμετώπισης του χρυσαυγίτη τραμπούκου μου. Ήταν άνοιξη, 1-2 βδομάδες πριν τις διακοπές του Πάσχα, και επειδή οι γονείς μου δούλευαν μέχρι το απόγευμα, είχε έρθει η γιαγιά μου στο σχολείο για να πάρει τους βαθμούς του τετραμήνου. Καθώς γυρνούσαμε μαζί από το σχολείο, αποφάσισε να μου δώσει στο χέρι μερικά ψιλά για να αγοράσω κάτι από τον συνοικιακό φούρνο. Στην πορεία προς τον φούρνο, παρατηρώ ότι από πίσω μου βρισκόταν ο Κ. Π., ο οποίος μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων, σχολίασε ότι «περπατάω σαν πουστάρα». Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Γυρνώντας όμως από τον φούρνο, είδα ότι ο Κ. Π. καθόταν σχετικά ανέμελος σε μία στάση λεωφορείου. Εκεί στα πλαίσια του πειράγματος του είπα «καλά τσιμπούκια», κάτι που όμως τον εκνεύρισε ακόμα περισσότερο και έτσι ξεκίνησε αμέσως τις απειλές κατά της ζωής μου και της σωματικής μου ακεραιότητας. Δεν πέρασαν πάνω από 1-2 λεπτά, και συνειδητοποίησα πως ήμασταν τελείως μόνοι, οπότε του επιτέθηκα. Νομίζω πως τον χτύπησα πολύ άσχημα στο κεφάλι και θυμάμαι να με παρακαλάει να τον αφήσω. Ήταν η τελευταία φορά που συμμετείχα σε κάποιον καβγά.

Δυστυχώς οι επόμενες μέρες ήταν ένας εφιάλτης. Ο Κ. Π. βρήκε από μία «αθώα» συμμαθήτριά μου (τη Χ.) τον αριθμό μου και φυσικά μέσω απόκρυψης με απειλούσε πως θα με σκοτώσει. Προφανώς όταν πήγα ξανά στο σχολείο, κάλεσα εκ νέου τους γονείς μου για να με υπερασπιστούν. Μπαίνοντας στο γραφείο του Διευθυντή, είδα πως καθόταν εκεί ήδη μία μητέρα, η οποία έλεγε ότι ο γιος της ουρεί αίμα επειδή είχε δεχτεί από τους Κ. Π. και Μ. Κ. μπουνιά στα νεφρά. Άλλο ένα «εφηβικό παιχνίδι» για το οποίο δεν τιμωρήθηκε κανείς. Για καλή του τύχη το παιδί (ο Ν. Κ.) που είχε δεχτεί αυτήν την επίθεση, στο Λύκειο μπήκε στην παρέα που τόσα χρόνια τον κακομεταχειριζόταν και έγινε εν τέλει ένας από αυτούς.

Όσον αφορά το δικό μου περιστατικό, ο Διευθυντής για άλλη μια φορά δεν έκανε απολύτως τίποτα. Για αυτόν τον λόγο, ο Κ. Π. επί 1 βδομάδα έστηνε καρτέρι με τη χρυσαυγίτικη συμμορία του στο σχολείο, με σκοπό να με χτυπήσουν. Κάθε φορά έπρεπε να είμαι εφευρετικός και να βρίσκω διαφορετικούς τρόπους να αποχωρώ από το σχολείο. Τη μία μέρα ερχόταν η γιαγιά μου στο σχολείο για να με πάρει. Την άλλη παρακαλούσα μία καθηγήτριά μου να με γυρίσει σπίτι με το αμάξι της. Ο εφιάλτης τελείωσε κατά τη διάρκεια μίας εκδήλωσης που είχαμε. Ο Κ. Π. μαζί με τη συμμορία του ήταν πεπεισμένοι πως εκείνη την ημέρα θα έπαιρναν την εκδίκησή τους. Στην εκδήλωση είχε έρθει κι η αδερφή μου με απώτερο σκοπό να αποθαρρύνει τους τραμπούκους μου, κάτι που δυστυχώς δεν έγινε. Ο λόγος που εκείνη την ημέρα δεν πήγα στο νοσοκομείο με σπασμένα κόκκαλα ήταν επειδή κάποια παιδιά που συνδεόμουν μαζί τους με κοινή καταγωγή από την Ήπειρο, επενέβησαν και απέτρεψαν τον Κ. Π. από το να βιαιοπραγήσει εις βάρος μου.

Παρότι την επόμενη χρονιά πήγα σε διαφορετικό Λύκειο μακριά από τη Λυκόβρυση, έκανα τουλάχιστον 1-2 χρόνια για να νιώσω πραγματικά ασφαλής. Θυμάμαι ότι έβγαινα στο Μαρούσι μόνο με μεγάλες παρέες και πως όταν καθόμουν κάπου, κοιτούσα συνέχεια αριστερά και δεξιά για να δω αν κάθεται κοντά μου κάποιος τραμπούκος από το πρώην σχολείο μου.

Ξέρω από πρώτο χέρι πως η παρέα του Κ. Π, του Α. και του Δ. ήταν οργανωμένοι χρυσαυγίτες την περίοδο 2010-15. Τώρα που δεν είναι πλέον της μόδας φαίνεται πως έχουν απομακρυνθεί, χωρίς να είμαι κι απόλυτα σίγουρος για αυτό.

Οι πληροφορίες που έδωσα είναι πολλές και αρκετά σκληρές.

Υπό αυτές όμως τις ακραία βίαιες συνθήκες πέρασα τα πρώτα χρόνια της εφηβείας μου. 

Φαντάζομαι κι άλλοι. Ή ίσως και όχι, δεν ξέρω.


Μερικές σκέψεις για το νέο ντοκιμαντέρ της Angelique Kourounis «Χρυσή Αυγή. Υπόθεση Όλων - Ποια Αντίσταση;»

Πριν από πέντε μέρες, είχα την τύχη να παρευρεθώ στην πρώτη επίσημη πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ «Χρυσή Αυγή. Υπόθεση Όλων - Ποια Αντίσταση;», η οποία προβλήθηκε στο Studio new star art cinema στο κέντρο της Αθήνας. Έχοντας ήδη δει την πρώτη ταινία της Angelique Kourounis «Χρυσή Αυγή: Προσωπική Υπόθεση» (2016), οι προσδοκίες μου ήταν σίγουρα ιδιαίτερα υψηλές. Παρ' όλα αυτά η ταινία της σκηνοθέτιδος μου φάνηκε πολιτικά ρηχή και άνευρη, τόσο ως προς το θέμα της αφήγησης όσο και ως προς το τι μηνύματα επιθυμούσε να περάσει στο κοινό.

Η ταινία «Χρυσή Αυγή. Υπόθεση Όλων - Ποια Αντίσταση;», σύμφωνα με την ίδια την Kourounis, είχε ολοκληρωθεί ήδη από τις αρχές περίπου του 2021, αλλά ελλείψει χρηματοδότησης -και πιθανότατα ενδιαφέροντος-, δεν είχε βρει μέχρι και πριν από λίγες μέρες κάποιο σινεμά για τη διανομή της. Για τον λόγο αυτόν οι διάφορες προβολές της περιορίζονταν είτε σε μικρά σινεμά της επαρχίας και της Αττικής (θερινός Καπνικού Σταθμού στην Κατερίνη και θερινός Μελίνα στη Δραπετσώνα) είτε σε υπαίθρια φεστιβάλ κινηματογράφου (Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και Φεστιβάλ Κινηματογράφου Αίγινας).

Στη συγκεκριμένη ταινία, η Kourounis εστιάζει ως επί το πλείστον στο αντιφασιστικό κίνημα που αναγεννήθηκε κυριολεκτικά από τις στάχτες του μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα τον Σεπτέμβριο του 2013 από τον χρυσαυγίτη Ρουπακιά, αλλά και στις διάφορες προσωπικότητες (δικηγόροι της πολιτικής αγωγής, Μάγδα Φύσσα, Νίκος Δένδιας) που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο όσον αφορά τη θετική έκβαση της ιστορικής δίκης της Χρυσής Αυγής. Το όλο εγχείρημα, όπως πολλές φορές έχει δηλώσει και η ίδια η σκηνοθέτιδα, ήταν αρκετά δύσκολο, καθώς -μετά από αίτημα της υπεράσπισης- δεν επιτράπηκε η ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση της δίκης από τα κανάλια. Συνεπώς το μεγαλύτερο μέρος του υλικού που είχε στη διάθεσή της προερχόταν α) από «παράνομες» βιντεοσκοπήσεις από κινητά ιδιωτών β) από τις αφηγήσεις όσων παρευρέθηκαν στη δίκη και γ) από τα ανεπίσημα πρακτικά που δημοσίευε ζωντανά στα social media το Golden Dawn Watch (με τα όποια προβλήματα που μπορεί να είχαν).

Επιπλέον η σκηνοθέτιδα στο «Χρυσή Αυγή. Υπόθεση Όλων - Ποια Αντίσταση;», επιλέγει να αλλάξει τον τρόπο της αφήγησής της σε σύγκριση πάντοτε με την πρώτη της ταινία για τη Χρυσή Αυγή. Στη «Χρυσή Αυγή: Προσωπική Υπόθεση» η Kourounis είναι εκείνη που αφηγείται τα όσα βιώνει και παρατηρεί μέσα από την κάμερά της, καθώς γνωρίζει πως αν επικρατήσουν οι νεοναζί της Χρυσής Αυγής στην πολιτική σκηνή της χώρας, κινδυνεύει τόσο αυτή όσο και η ίδια της η οικογένεια. Τουναντίον στη νέα της ταινία δεν υπάρχει ένας μόνο αφηγητής, αλλά τον ρόλο του αφηγητή τον αναλαμβάνουν τα δρώντα υποκείμενα (γνωστοί και άγνωστοι αριστεροί ακτιβιστές, βουλευτές σοσιαλδημοκρατικών και αριστερών κομμάτων, η Μάγδα Φύσσα αλλά και ορισμένοι δικηγόροι της πολιτικής αγωγής). Εκεί όμως έγκειται και η όλη αδυναμία του εγχειρήματος. Η Kourounis διαχωρίζει τον κόσμο -συνειδητά ή μη- σε φασίστες (ή συμπαθούντες) και αντιφασίστες δημοκράτες, δίχως όμως να προχωρά και σε μία κριτική προσέγγιση της συνολικής στάσης των δεύτερων. Παραδείγματος χάρη, ένα μεγάλο μέρος του ντοκιμαντέρ καταλαμβάνουν οι συνεντεύξεις βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και άλλων σοσιαλδημοκρατών και «ανανεωτικών» αριστερών της Ευρώπης, τοποθετώντας τους εμμέσως στο «σωστό» στρατόπεδο, σε αντίθεση πάντοτε με τους χριστιανοδημοκράτες και συντηρητικούς. Η απλοποιημένη προσέγγιση του ντοκιμαντέρ, ώθησε τον κ. Παπαδάκη (ο οποίος είναι συνήγορος πολιτικής αγωγής των Αιγυπτίων αλιεργατών και μέλος του ΣΕΚ) μετά το τέλος της ταινίας στο να δηλώσει αυτό που ξέρουμε όλοι, αλλά προσπαθούμε να ξεχάσουμε, ότι δηλαδή τα 4μιση χρόνια που κυβερνούσε ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν έγινε ούτε μία προσπάθεια για να διευκολυνθεί η διεξαγωγή της δίκης, παρά τα συνεχή υπομνήματα της πολιτικής αγωγής προς την πρώτη «αριστερή» κυβέρνηση της χώρας, ενώ δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στα κακώς κείμενα του νέου ποινικού κώδικα και των διαφόρων ευεργετικών (για τους νεοναζί εγκληματίες) διατάξεών του.

Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί πως η Kourounis αποφεύγει να έρθει σε επαφή με εκπροσώπους του αναρχικού και κομμουνιστικού κινήματος της Ελλάδας, ακολουθώντας μία πιο μετριοπαθή προσέγγιση που θυμίζει σε μεγάλο βαθμό τα «αντιφασιστικά» ψηφίσματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία αρκετά συχνά εξισώνουν τον φασισμό με τον κομμουνισμό για χάρη της αστικής δημοκρατίας. Από τις πάμπολλες αναρχικές και αντιφασιστικές συλλογικότητες της Αθήνας, η Kourounis παίρνει συνέντευξη μόνο από την ΟΡΜΑ (Οργάνωση Μαχητικού Αντιφασισμού), η οποία είναι από τις πιο μικρές αλλά κι από τις λιγότερο συγκρουσιακές οργανώσεις. Επιπλέον απουσιάζουν παντελώς από το ντοκιμαντέρ τόσο οι συνήγοροι του ΠΑΜΕ (οι οποίοι εμφανίζονται μόνο σε μεμονωμένες στιγμές) όσο και οι βουλευτές του ΚΚΕ, το οποίο καλώς ή κακώς είναι το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα της Ελλάδας και της Ευρώπης. Προφανώς δεν γίνεται να γνωρίζω τους λόγους για τους οποίους η παραγωγή επέλεξε να μην ακούσει τις φωνές των συγκεκριμένων ανθρώπων. Ωστόσο μου φάνηκε αρκετά παράξενο που προτίμησε να ακολουθήσει μία πιο μετριοπαθή λύση, προτάσσοντας διαρκώς το ζήτημα της «σωστής λειτουργίας της [αστικής;] δημοκρατίας».

Κλείνοντας και για να μην μακρηγορώ, θα ήθελα να κάνω και ένα σχόλιο για το μοντάζ της ταινίας. Σε αρκετά σημεία είναι πολύ ικανοποιητικό, καθώς ακολουθεί μία γραμμική (ιστορικά και συναισθηματικά) πορεία των γεγονότων, η οποία καταλήγει στην καταδικαστική απόφαση της 7ης Οκτωβρίου του 2020. Ωστόσο σε άλλα σημεία, φαίνεται βεβιασμένο και αντιεπαγγελματικό. Για παράδειγμα προς το τέλος της ταινίας, βλέπουμε ένα πλάνο με τον κ. Παπαδάκη να περπατάει προς το Εφετείο Αθηνών κι από πίσω να ακούγεται ένα κομμάτι από την αγόρευσή του, στην οποία αναφερόταν στον Γερμανό αντιφασίστα δικηγόρο Χανς Λίντεν (θανατώθηκε στο Νταχάου το 1938). Η αγόρευση του κ. Παπαδάκη, η οποία έχει τεράστιο ιστορικό και πολιτικό ενδιαφέρον, χάνεται πίσω από τη βαβούρα μίας ανεξήγητα δυνατής μουσικής, εμποδίζοντας με αυτόν τον τρόπο τον θεατή να κατανοήσει νομικά, πολιτικά και συναισθηματικά, τη σημασία των συγκεκριμένων λέξεων.

Η «Χρυσή Αυγή. Υπόθεση Όλων - Ποια Αντίσταση;», σαν ντοκιμαντέρ θεωρώ ότι προσφέρει λίγα πράγματα στον θεατή, καθώς παρέχει ελάχιστες νέες πληροφορίες (πέρα ίσως από τη δήλωση του Δένδια για τους φιλοχρυσαυγίτες νεοδημοκράτες) ενώ παράλληλα αποφεύγει να εξετάσει σε βάθος τους λόγους που οδήγησαν στην άνοδο της Χρυσής Αυγής και τελικά στην (παροδική;) πτώση της. Θα έλεγα κάπως κυνικά, πως είναι μία μέτρια ταινία, με ορισμένα όμορφα στοιχεία, τα οποία όμως χάνονται εξαιτίας της αδικαιολόγητης διστακτικότητας των συντελεστών της.