Πριν από πέντε μέρες, είχα την τύχη να παρευρεθώ στην πρώτη επίσημη πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ «Χρυσή Αυγή. Υπόθεση Όλων - Ποια Αντίσταση;», η οποία προβλήθηκε στο Studio new star art cinema στο κέντρο της Αθήνας. Έχοντας ήδη δει την πρώτη ταινία της Angelique Kourounis «Χρυσή Αυγή: Προσωπική Υπόθεση» (2016), οι προσδοκίες μου ήταν σίγουρα ιδιαίτερα υψηλές. Παρ' όλα αυτά η ταινία της σκηνοθέτιδος μου φάνηκε πολιτικά ρηχή και άνευρη, τόσο ως προς το θέμα της αφήγησης όσο και ως προς το τι μηνύματα επιθυμούσε να περάσει στο κοινό.
Η ταινία «Χρυσή Αυγή. Υπόθεση Όλων - Ποια Αντίσταση;», σύμφωνα με την ίδια την Kourounis, είχε ολοκληρωθεί ήδη από τις αρχές περίπου του 2021, αλλά ελλείψει χρηματοδότησης -και πιθανότατα ενδιαφέροντος-, δεν είχε βρει μέχρι και πριν από λίγες μέρες κάποιο σινεμά για τη διανομή της. Για τον λόγο αυτόν οι διάφορες προβολές της περιορίζονταν είτε σε μικρά σινεμά της επαρχίας και της Αττικής (θερινός Καπνικού Σταθμού στην Κατερίνη και θερινός Μελίνα στη Δραπετσώνα) είτε σε υπαίθρια φεστιβάλ κινηματογράφου (Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και Φεστιβάλ Κινηματογράφου Αίγινας).
Στη συγκεκριμένη ταινία, η Kourounis εστιάζει ως επί το πλείστον στο αντιφασιστικό κίνημα που αναγεννήθηκε κυριολεκτικά από τις στάχτες του μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα τον Σεπτέμβριο του 2013 από τον χρυσαυγίτη Ρουπακιά, αλλά και στις διάφορες προσωπικότητες (δικηγόροι της πολιτικής αγωγής, Μάγδα Φύσσα, Νίκος Δένδιας) που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο όσον αφορά τη θετική έκβαση της ιστορικής δίκης της Χρυσής Αυγής. Το όλο εγχείρημα, όπως πολλές φορές έχει δηλώσει και η ίδια η σκηνοθέτιδα, ήταν αρκετά δύσκολο, καθώς -μετά από αίτημα της υπεράσπισης- δεν επιτράπηκε η ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση της δίκης από τα κανάλια. Συνεπώς το μεγαλύτερο μέρος του υλικού που είχε στη διάθεσή της προερχόταν α) από «παράνομες» βιντεοσκοπήσεις από κινητά ιδιωτών β) από τις αφηγήσεις όσων παρευρέθηκαν στη δίκη και γ) από τα ανεπίσημα πρακτικά που δημοσίευε ζωντανά στα social media το Golden Dawn Watch (με τα όποια προβλήματα που μπορεί να είχαν).
Επιπλέον η σκηνοθέτιδα στο «Χρυσή Αυγή. Υπόθεση Όλων - Ποια Αντίσταση;», επιλέγει να αλλάξει τον τρόπο της αφήγησής της σε σύγκριση πάντοτε με την πρώτη της ταινία για τη Χρυσή Αυγή. Στη «Χρυσή Αυγή: Προσωπική Υπόθεση» η Kourounis είναι εκείνη που αφηγείται τα όσα βιώνει και παρατηρεί μέσα από την κάμερά της, καθώς γνωρίζει πως αν επικρατήσουν οι νεοναζί της Χρυσής Αυγής στην πολιτική σκηνή της χώρας, κινδυνεύει τόσο αυτή όσο και η ίδια της η οικογένεια. Τουναντίον στη νέα της ταινία δεν υπάρχει ένας μόνο αφηγητής, αλλά τον ρόλο του αφηγητή τον αναλαμβάνουν τα δρώντα υποκείμενα (γνωστοί και άγνωστοι αριστεροί ακτιβιστές, βουλευτές σοσιαλδημοκρατικών και αριστερών κομμάτων, η Μάγδα Φύσσα αλλά και ορισμένοι δικηγόροι της πολιτικής αγωγής). Εκεί όμως έγκειται και η όλη αδυναμία του εγχειρήματος. Η Kourounis διαχωρίζει τον κόσμο -συνειδητά ή μη- σε φασίστες (ή συμπαθούντες) και αντιφασίστες δημοκράτες, δίχως όμως να προχωρά και σε μία κριτική προσέγγιση της συνολικής στάσης των δεύτερων. Παραδείγματος χάρη, ένα μεγάλο μέρος του ντοκιμαντέρ καταλαμβάνουν οι συνεντεύξεις βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και άλλων σοσιαλδημοκρατών και «ανανεωτικών» αριστερών της Ευρώπης, τοποθετώντας τους εμμέσως στο «σωστό» στρατόπεδο, σε αντίθεση πάντοτε με τους χριστιανοδημοκράτες και συντηρητικούς. Η απλοποιημένη προσέγγιση του ντοκιμαντέρ, ώθησε τον κ. Παπαδάκη (ο οποίος είναι συνήγορος πολιτικής αγωγής των Αιγυπτίων αλιεργατών και μέλος του ΣΕΚ) μετά το τέλος της ταινίας στο να δηλώσει αυτό που ξέρουμε όλοι, αλλά προσπαθούμε να ξεχάσουμε, ότι δηλαδή τα 4μιση χρόνια που κυβερνούσε ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν έγινε ούτε μία προσπάθεια για να διευκολυνθεί η διεξαγωγή της δίκης, παρά τα συνεχή υπομνήματα της πολιτικής αγωγής προς την πρώτη «αριστερή» κυβέρνηση της χώρας, ενώ δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στα κακώς κείμενα του νέου ποινικού κώδικα και των διαφόρων ευεργετικών (για τους νεοναζί εγκληματίες) διατάξεών του.
Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί πως η Kourounis αποφεύγει να έρθει σε επαφή με εκπροσώπους του αναρχικού και κομμουνιστικού κινήματος της Ελλάδας, ακολουθώντας μία πιο μετριοπαθή προσέγγιση που θυμίζει σε μεγάλο βαθμό τα «αντιφασιστικά» ψηφίσματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία αρκετά συχνά εξισώνουν τον φασισμό με τον κομμουνισμό για χάρη της αστικής δημοκρατίας. Από τις πάμπολλες αναρχικές και αντιφασιστικές συλλογικότητες της Αθήνας, η Kourounis παίρνει συνέντευξη μόνο από την ΟΡΜΑ (Οργάνωση Μαχητικού Αντιφασισμού), η οποία είναι από τις πιο μικρές αλλά κι από τις λιγότερο συγκρουσιακές οργανώσεις. Επιπλέον απουσιάζουν παντελώς από το ντοκιμαντέρ τόσο οι συνήγοροι του ΠΑΜΕ (οι οποίοι εμφανίζονται μόνο σε μεμονωμένες στιγμές) όσο και οι βουλευτές του ΚΚΕ, το οποίο καλώς ή κακώς είναι το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα της Ελλάδας και της Ευρώπης. Προφανώς δεν γίνεται να γνωρίζω τους λόγους για τους οποίους η παραγωγή επέλεξε να μην ακούσει τις φωνές των συγκεκριμένων ανθρώπων. Ωστόσο μου φάνηκε αρκετά παράξενο που προτίμησε να ακολουθήσει μία πιο μετριοπαθή λύση, προτάσσοντας διαρκώς το ζήτημα της «σωστής λειτουργίας της [αστικής;] δημοκρατίας».
Κλείνοντας και για να μην μακρηγορώ, θα ήθελα να κάνω και ένα σχόλιο για το μοντάζ της ταινίας. Σε αρκετά σημεία είναι πολύ ικανοποιητικό, καθώς ακολουθεί μία γραμμική (ιστορικά και συναισθηματικά) πορεία των γεγονότων, η οποία καταλήγει στην καταδικαστική απόφαση της 7ης Οκτωβρίου του 2020. Ωστόσο σε άλλα σημεία, φαίνεται βεβιασμένο και αντιεπαγγελματικό. Για παράδειγμα προς το τέλος της ταινίας, βλέπουμε ένα πλάνο με τον κ. Παπαδάκη να περπατάει προς το Εφετείο Αθηνών κι από πίσω να ακούγεται ένα κομμάτι από την αγόρευσή του, στην οποία αναφερόταν στον Γερμανό αντιφασίστα δικηγόρο Χανς Λίντεν (θανατώθηκε στο Νταχάου το 1938). Η αγόρευση του κ. Παπαδάκη, η οποία έχει τεράστιο ιστορικό και πολιτικό ενδιαφέρον, χάνεται πίσω από τη βαβούρα μίας ανεξήγητα δυνατής μουσικής, εμποδίζοντας με αυτόν τον τρόπο τον θεατή να κατανοήσει νομικά, πολιτικά και συναισθηματικά, τη σημασία των συγκεκριμένων λέξεων.
Η «Χρυσή Αυγή. Υπόθεση Όλων - Ποια Αντίσταση;», σαν ντοκιμαντέρ θεωρώ ότι προσφέρει λίγα πράγματα στον θεατή, καθώς παρέχει ελάχιστες νέες πληροφορίες (πέρα ίσως από τη δήλωση του Δένδια για τους φιλοχρυσαυγίτες νεοδημοκράτες) ενώ παράλληλα αποφεύγει να εξετάσει σε βάθος τους λόγους που οδήγησαν στην άνοδο της Χρυσής Αυγής και τελικά στην (παροδική;) πτώση της. Θα έλεγα κάπως κυνικά, πως είναι μία μέτρια ταινία, με ορισμένα όμορφα στοιχεία, τα οποία όμως χάνονται εξαιτίας της αδικαιολόγητης διστακτικότητας των συντελεστών της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου