Με αφορμή την επερχόμενη ψήφιση του νομοσχεδίου για την Παιδεία από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, κυκλοφορούν τις τελευταίες 3 εβδομάδες δημοσκοπήσεις (εδώ και εδώ) που παρουσιάζουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών (της τάξεως του 60-64%) συμφωνεί με την ύπαρξη αστυνομίας στα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια.
Κατά πόσο όμως θα πρέπει να παίρνουμε κυριολεκτικά τους αριθμούς που δίνουν οι ελληνικές εταιρίες δημοσκοπήσεων;
Θα ήταν ορθό εδώ να θυμηθούμε, τις δημοσκοπήσεις σχετικά με το δημοψήφισμα του 2015, οι οποίες είτε παρουσίαζαν την επιλογή ΝΑΙ να προηγείται, είτε την επιλογή ΟΧΙ να προηγείται με ελάχιστο προβάδισμα, συχνά στα όρια του στατιστικού λάθους. Τα αποτελέσματα φυσικά, ασχέτως αν δεν αξιοποιήθηκαν από την τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, απέδειξαν ακριβώς το αντίθετο, καθώς υπερίσχυσε το ΟΧΙ με 61,3% έναντι του ΝΑΙ που έλαβε μόλις το 38,7% των ψήφων.
Πέρα όμως από αυτό το «μεμονωμένο» παράδειγμα, θα ήταν αδιανόητο να μην αναλογιστούμε και το καθεστωτικό πλαίσιο στο οποίο διενεργήθηκαν οι προαναφερθείσες δημοσκοπήσεις.
Με πρόσχημα την πανδημία του Covid-19 και την προώθηση μίας καμπάνιας ενημέρωσης για αυτήν, η κυβέρνηση προχώρησε τόσο τον Ιούλιο του 2020 όσο και τον Οκτώβρη του ίδιου έτους, στην πρωτόγνωρη χρηματοδότηση των ελληνικών ΜΜΕ, στα οποία και έδωσε συνολικά 22 εκατομμύρια ευρώ, τη στιγμή που το δημόσιο σύστημα υγείας εξακολουθούσε να παραμένει αθωράκιστο.
Φυσικά μία τέτοια κίνηση εκ μέρους της κυβέρνησης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μόνο ως παράδοξη, καθώς σύμφωνα με το ειδησεογραφικό site δημοσιογραφία «Τα μέσα ενημέρωσης δεσμεύονται από ορισμένους νομικούς κανόνες, ανάμεσα στους οποίους βρίσκεται και η υποχρέωση δωρεάν αναμετάδοσης κοινωνικών μηνυμάτων. [...] Εφόσον το κράτος αντιμετωπίζει μια σημαντική απειλή για την δημόσια υγεία, αφενός τα μέσα ενημέρωσης υπέχουν την υποχρέωση ενημέρωσης του κοινού, με αντικειμενικό τρόπο, για την απειλή αυτή και για τους τρόπους αντιμετώπισής της. Αυτή η υποχρέωση ενημέρωσης πηγάζει από την ίδια την λειτουργία των ρ/τ μέσων ενημέρωσης (άρθρο 15 Σ.) και από την υποχρέωση εκπλήρωσης της κοινωνικής αλληλεγγύης που επιβάλλει το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος. Εάν κριθεί ότι η ειδησεογραφική κάλυψη δεν επαρκεί για την ενημέρωση του πληθυσμού μέσω των ΜΜΕ, τότε το κράτος έχει την δυνατότητα να επιβάλλει και την πρόσθετη μετάδοση κοινωνικών μηνυμάτων, δωρεάν από τα ρ/τ μέσα ενημέρωσης, κατά τον χρόνο που διαθέτουν για την μετάδοση των εμπορικών, διαφημιστικών μηνυμάτων. [...] Αυτό βέβαια δεν μπορεί να επιβληθεί στα έντυπα μέσα ενημέρωσης, όπως είναι οι εφημερίδες, τα περιοδικά και οι ενημερωτικοί διαδικτυακοί τόποι που δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Ε.Σ.Ρ. Ακόμη και για αυτές τις περιπτώσεις μέσων ενημέρωσης, το κράτος μπορεί να επιβάλλει την δωρεάν διαφημιστική καταχώρηση κοινωνικών μηνυμάτων για την προστασία της δημόσιας υγείας. Οι διατάξεις του Συντάγματος για την επίταξη αγαθών υπηρεσιών μπορούν να εφαρμοστούν από το κράτος για να επιβληθεί η σχετική ανάρτηση και η καταχώρηση κοινωνικών μηνυμάτων σε έντυπα, περιοδικά, εφημερίδες και διαδικτυακούς τόπους, ακριβώς όπως και στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα».
Επιπλέον, τόσο το ευρωπαϊκό παρατηρητήριο ελευθερίας του Τύπου (Media Freedom Rapid Response) όσο και ο διευθυντής της ιστοσελίδας euro2day.gr Γιώργος Παπανικολάου, άσκησαν δριμεία κριτική στην κυβέρνηση της ΝΔ, χαρακτηρίζοντας τη μέθοδο χρηματοδότησης των ΜΜΕ ως «αδιαφανή» και ως «μνημείο παλαιοκομματισμού». Παράλληλα θα πρέπει να έχουμε υπόψιν μας, πως η Ελλάδα για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά χαρακτηρίστηκε από την Economist Intelligence Unit ως ελαττωματική δημοκρατία, κατατάσσοντάς τη συγχρόνως στην 37η θέση.
Δεν είναι τυχαίο, ότι οι περιορισμοί των ατομικών μας ελευθεριών κατά την περίοδο της πανδημίας του Covid-19, συνοδεύονται με την εξαγορά των ελληνικών ΜΜΕ και συνάμα την προώθηση της μίας και μοναδικής κρατικής «αλήθειας».
Εντύπωση παρόλα αυτά προκαλούν, οι ανεξάρτητες και ανεπίσημες δημοσκοπήσεις που δεν συνδέονται με κανένα κρατικά χρηματοδοτούμενο μέσο μαζικής ενημέρωσης.
Στις 31 Ιανουαρίου του 2021, διενεργήθηκε στην ομάδα του Facebook "Ε.Κ.Π.Α. : Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας" μία δημοσκόπηση σχετικά με τη φύλαξη των πανεπιστημίων, στην οποία υπήρχαν οι εξής επιλογές: α) Να γίνει πρόσληψη περισσότερων φυλάκων, οι οποίοι θα είναι υπάλληλοι του πανεπιστημίου και θα λογοδοτούν μόνο σε αυτό, β) Το πανεπιστήμιο να μην έχει ούτε φύλακες ούτε αστυνομικούς, γ) Να δημιουργηθεί πανεπιστημιακή αστυνομία, δ) Να δημιουργηθεί πολιτοφυλακή φοιτητών και φοιτητριών που θα προστατεύει το πανεπιστήμιο και ε) Να γίνει πρόσληψη φυλάκων, οι οποίοι θα βοηθούνται παράλληλα από εθελοντές φοιτητές και εθελόντριες φοιτήτριες για τη φύλαξη του πανεπιστημίου. Η δημοσκόπηση κράτησε από τις 31 Ιανουαρίου μέχρι τις 7 Φεβρουαρίου και από τα 2.251 μέλη της ομάδας, ψήφισαν συνολικά 280 προπτυχιακοί/-κές, μεταπτυχιακοί/-κές και διδακτορικοί/-κές φοιτητές και φοιτήτριες του Ιστορικού Αρχαιολογικού Αθηνών, δηλαδή περίπου το 10%.
Προς έκπληξη όλων μας, πρώτη σε ψήφους (226) βγήκε η επιλογή με την πρόσληψη περισσότερων φυλάκων, ενώ δεύτερη (43) η επιθυμία να μην υπάρχουν στα πανεπιστήμια ούτε φύλακες ούτε αστυνομικοί. Τουναντίον την επιλογή για τη δημιουργία αστυνομικού σώματος μέσα στα πανεπιστήμια την ψήφισαν μόλις 6 άτομα. Τέλος την επιλογή για δημιουργία πολιτοφυλακής φοιτητών και φοιτητριών την ψήφισαν 4 άτομα, ενώ τον συνδυασμό φυλάκων και πολιτοφυλακής 1.
Κοιτάζοντας, λοιπόν, τα συγκεκριμένα αποτελέσματα μας δημιουργούνται στο μυαλό διάφορα ερωτήματα σχετικά με την ποιότητα και την αξιοπιστία των επίσημων δημοσκοπήσεων. Όταν σε ένα τυχαίο τμήμα της Αθήνας, η συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών και των φοιτητριών δεν επιθυμεί την πανεπιστημιακή αστυνομία, σημαίνει πως η εικόνα περί «μπαχαλάδηκων συμμοριτών» που διαλύουν τα δημόσια πανεπιστήμια, είναι σε μεγάλο βαθμό πλασματική.
Η συγκεκριμένη ανεπίσημη δημοσκόπηση, μπορεί να αποκτήσει περισσότερη βαρύτητα αν συνυπολογίσουμε και τα ψηφίσματα τόσο των φοιτητικών συλλόγων όσο και των πανεπιστημιακών φορέων.
Για παράδειγμα, ο Φοιτητικός Σύλλογος Φιλοσοφικής αλλά και ο Σύλλογος Μεταπτυχιακών και Διδακτορικών Φοιτητών/τριών Ιστορικού και Αρχαιολογικού ΕΚΠΑ, από την πρώτη κιόλας στιγμή κατήγγειλαν δημόσια και δίχως κανέναν φόβο το επαίσχυντο και αντιδημοκρατικό νομοσχέδιο της Νέας Δημοκρατίας για την Παιδεία. Παράλληλα, στις 28/12/2020 το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Αθηνών δήλωσε «κατά πλειοψηφία την αντίθεσή του στη δημιουργία σώματος Πανεπιστημιακής Αστυνομίας», ενώ σε μία πιο μετριοπαθή δήλωση θα προχωρήσει και η Κοσμητεία της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών στις 18/01/2021 λέγοντας ότι «οι τρόποι και τα όργανα φύλαξης των ΑΕΙ είναι απαραίτητο να καθορίζονται από τα αιρετά όργανα των ακαδημαϊκών Ιδρυμάτων, στη δικαιοδοσία των οποίων και θα πρέπει να υπάγονται» και πως «δεν συμφωνεί με την προοπτική δημιουργίας ειδικού σώματος φύλαξης (Ομάδα Προστασίας Πανεπιστημιακού Ιδρύματος) που θα υπάγεται στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη».
Έτσι, γίνεται σαφές, πως το Ιστορικό Αρχαιολογικό Αθηνών τόσο μέσω ψηφισμάτων όσο και μέσω της συνεχούς παρουσίας του στις διαδηλώσεις της Αθήνας, είναι αντίθετο με τη δημιουργία ενός πανεπιστημιακού αστυνομικού σώματος.
Είναι βέβαιο πως την άποψή μας συμμερίζονται και άλλες σχολές της Ελλάδας. Λίγοι φοιτητές και λίγες φοιτήτριες θα επιθυμούσαν πραγματικά την πρόσληψη νέων αστυνομικών (σε μία χώρα που ήδη έχει τον τρίτο υψηλότερο αριθμό αστυνομικών ανά 100.000 κατοίκους), την στιγμή που η Κυβέρνηση υποχρηματοδοτεί τα πανεπιστήμιά μας και προωθεί συγχρόνως την ιδιωτική πρωτοβουλία χωρίς κανένα ίχνος αιδούς.
Είναι χρέος μας λοιπόν, το νομοσχέδιο των «αρίστων» να μείνει στα χαρτιά.
Σπ. Αυγερινόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου